- προδρομάς
- προδρομά̱ς , προδρομήrunning forward: fem acc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
προδρομάς — προδρομά̱ς , προδρομή running forward fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδρομή — ἡ, Α 1. το να τρέχει κανείς προς τα εμπρός 2. (κατ επέκτ.) αιφνίδια επίθεση, έφοδος («προύτρεχεν ἀπὸ τοῡ δένδρου... δύο ή τρία βήματα... ἐφ ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέον ἢ δέκα ἄμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο», Ξεν.) 3. μτφ. ζωηρή φραστική επίθεση, έντονο … Dictionary of Greek